στρωσίδι

στρωσίδι
το
1. στρώμα.
2. κλινοσκέπασμα: Τον σκέπασε με χοντρό στρωσίδι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στρωσίδι — το / στρωσίδιον, ΝΜ [στρῶσις] κομμάτι από χοντρό μάλλινο ύφασμα τετράγωνου ή ορθογώνιου σχήματος που καλύπτει το δάπεδο, χαλί, τάπητας νεοελλ. 1. κάλυμμα κρεβατιού, κλινοσκέπασμα 2. διακοσμητικό επικάλυμμα επίπλων …   Dictionary of Greek

  • αντρομίδα — η πολύχρωμο μάλλινο στρωσίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ενδρομίς ( ίδος) «ένδυμα λουτρού, είδος παπουτσιού»] …   Dictionary of Greek

  • είμα — εἷμα, το (Α) 1. ένδυμα, ιμάτιο 2. στρωσίδι, σκέπασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fεσ μα, με σίγηση τού σ και αντέκταση τού προηγούμενου βραχέος φωνήεντος. Το θ. Fεσ απαντά στο έννυμι*. Η λ. είμα, τής οποίας πιο εύχρηστος είναι ο πληθ. είματα, αντιστοιχεί… …   Dictionary of Greek

  • μακάτι — το στρωσίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. makat] …   Dictionary of Greek

  • ξέστρωτος — η, ο [ξεστρώνω] 1. αυτός που δεν είναι στρωμένος, που δεν έχει στρωθεί, ξεστρωμένος, άστρωτος, χωρίς στρώμα, χωρίς στρωσίδι, χωρίς κάλυμμα 2. (για υποζύγια) αυτός που δεν έχει σαμάρι, ξεσαμάρωτος 3. φρ. «ξέστρωτος γάιδαρος» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

  • ρουμπού — η, Ν 1. στρωσίδι καμωμένο με ρουμπιά, με κουρέλια, κουρελού 2. (υβριστικά) ανυπόληπτη ή ακατάστατη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμπί (ΙΙ) + κατάλ. ού (πρβλ. κουρελ ού)] …   Dictionary of Greek

  • στρώμα — το / στρῶμα, ΝΜΑ καθετί που στρώνεται πάνω σε κρεβάτι ή απευθείας σε δάπεδο και χρησιμεύει για κατάκλιση και ύπνο επάνω του, ιδίως ο επίπεδος ορθογώνιος σάκος από ανθεκτικό ύφασμα που είναι γεμάτος από μαλακό υλικό, όπως λ.χ. μαλλί, βαμβάκι ή… …   Dictionary of Greek

  • τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… …   Dictionary of Greek

  • χαλάδριον — και χαλάτριον και χαράδριον και χελάδριον, τὸ, ΜΑ στρώμα, στρωσίδι από ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαλάδριον ανάγεται στο θ. χαλα τού χαλῶ, άω «χαλαρώνω» (πρβλ. αόρ. χαλά σαι) και εμφανίζει επίθημα δριον, το οποίο έχει προέλθει από λ. σε δρος / δρον… …   Dictionary of Greek

  • χράμι — και χρέμι και χιράμι, το, Ν 1. χοντρό μάλλινο ύφασμα που κατασκευάζεται στον αργαλειό 2. μάλλινο κροσσωτό κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. ihram «είδος μανδύα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”